φτυάρι — φτυάρι, το και φκιάρι, το αγροτικό ή εργατικό εργαλείο, που αποτελείται από πλατύ έλασμα (μεταλλικό συνήθως) προσαρμοσμένο στερεά στην άκρη στειλιαριού και που χρησιμοποιείται για τη μετατόπιση ή το ανακάτωμα σωρών από στερεά πράγματα (χώμα, άμμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκσκαφέας — Μηχάνημα που χρησιμοποιείται γενικά για την εκσκαφή σκληρών ή θρυμματισμένων βράχων και για την εύκολη και γρήγορη απομάκρυνση των υλικών που προκύπτουν από την εκσκαφή. Όταν η εκσκαφή γίνεται στον βυθό της θάλασσας, το μηχάνημα ονομάζεται… … Dictionary of Greek
πάλα — (I) η μεγάλο δρεπανοειδές μαχαίρι ανατολικής προέλευσης, γιαταγάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pala]. (II) η το πλατύ τμήμα τού κουπιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pala «φτυάρι»]. (III) πάλα, ἡ (Α) βώλος χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. palaga]. (IV) πάλα, ἡ (Α)… … Dictionary of Greek
φτυαριά — η, Ν 1. η ποσότητα που χωράει σε ένα φτυάρι 2. χτύπημα με φτυάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτυάρι + κατάλ. ιά (πρβλ. κουταλ ιά)] … Dictionary of Greek
άμη — ἄμη, η (Α) 1. σκαπτικό γεωργικό εργαλείο, φτυάρι, τσάπα 2. κουβάς, σκάφη 3. εργαλείο για την αποκοπή ξερών χόρτων ή θάμνων, γκόσα, κοσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής τεχνικής ορολογίας, που δηλώνει εργαλείο κατάλληλο για μάζεμα, συγκέντρωση, στοίβαγμα,… … Dictionary of Greek
πυράμη — η, ΝΑ, και πυράμμη Α νεοελλ. σκάφη τών σιδηρουργών μέσα στην οποία σβήνεται σε νερό ο πυρακτωμένος σίδηρος αρχ. σκαπτικό γεωργικό εργαλείο, φτυάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἄμη «σκαπτικό γεωργικό εργαλείο, φτυάρι»] … Dictionary of Greek
φτυαρίζω — και πτυαρίζω Ν [φτυάρι / πτυάριον] ανακατώνω ή μετατοπίζω με το φτυάρι … Dictionary of Greek
φτυαριά — φτυαριά, η και φκιαριά, η 1. η ποσότητα που χωράει στο φτυάρι. 2. χτύπημα με φτυάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άμης — ἄμης ( ητος), ο (Α) είδος γαλατόπιτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι άγνωστης ετυμολογίας. Πιθ. να έχει κάποια σχέση με το ρ. ἀμῶμαι ( άομαι) «συγκεντρώνω, συγκομίζω» κατά το σχήμα πλανῶμαι πλάνης ή με το ουσ. ἄμη «φτυάρι, κουβάς» κατά το σχήμα γύμνης… … Dictionary of Greek
άμμη — ἄμμη, η (Μ) φτυάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ἄμη. Η γραφή με δύο μ πιθ. να οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση τής λ. με λεξιλογικούς τύπους, όπως η ἄμμος] … Dictionary of Greek