φτυάρι

φτυάρι
το / πτυάριον, ΝΜ, και φκυάρι Ν
εργαλείο αποτελούμενο από πλατύ μεταλλικό έλασμα, στερεωμένο σε στειλιάρι, χρήσιμο για τη μετατόπιση ή το ανακάτωμα σωρών, από στερεά σώματα και, ιδίως, χώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πτύον «φτυάρι» + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. θηκ-άρι-ον). Ο τ. φτυάρι με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού -π- στο αντίστοιχο δασύ -φ- (πρβλ. φτερό: πτερόν), ενώ ο τ. φκυάρι με εναλλαγή τών συμφωνικών συμπλεγμάτων φτ / φκ (πρβλ. φτ[ε]ιάχνω: φκιάχνω).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φτυάρι — φτυάρι, το και φκιάρι, το αγροτικό ή εργατικό εργαλείο, που αποτελείται από πλατύ έλασμα (μεταλλικό συνήθως) προσαρμοσμένο στερεά στην άκρη στειλιαριού και που χρησιμοποιείται για τη μετατόπιση ή το ανακάτωμα σωρών από στερεά πράγματα (χώμα, άμμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκσκαφέας — Μηχάνημα που χρησιμοποιείται γενικά για την εκσκαφή σκληρών ή θρυμματισμένων βράχων και για την εύκολη και γρήγορη απομάκρυνση των υλικών που προκύπτουν από την εκσκαφή. Όταν η εκσκαφή γίνεται στον βυθό της θάλασσας, το μηχάνημα ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • πάλα — (I) η μεγάλο δρεπανοειδές μαχαίρι ανατολικής προέλευσης, γιαταγάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pala]. (II) η το πλατύ τμήμα τού κουπιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pala «φτυάρι»]. (III) πάλα, ἡ (Α) βώλος χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. palaga]. (IV) πάλα, ἡ (Α)… …   Dictionary of Greek

  • φτυαριά — η, Ν 1. η ποσότητα που χωράει σε ένα φτυάρι 2. χτύπημα με φτυάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτυάρι + κατάλ. ιά (πρβλ. κουταλ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • άμη — ἄμη, η (Α) 1. σκαπτικό γεωργικό εργαλείο, φτυάρι, τσάπα 2. κουβάς, σκάφη 3. εργαλείο για την αποκοπή ξερών χόρτων ή θάμνων, γκόσα, κοσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής τεχνικής ορολογίας, που δηλώνει εργαλείο κατάλληλο για μάζεμα, συγκέντρωση, στοίβαγμα,… …   Dictionary of Greek

  • πυράμη — η, ΝΑ, και πυράμμη Α νεοελλ. σκάφη τών σιδηρουργών μέσα στην οποία σβήνεται σε νερό ο πυρακτωμένος σίδηρος αρχ. σκαπτικό γεωργικό εργαλείο, φτυάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἄμη «σκαπτικό γεωργικό εργαλείο, φτυάρι»] …   Dictionary of Greek

  • φτυαρίζω — και πτυαρίζω Ν [φτυάρι / πτυάριον] ανακατώνω ή μετατοπίζω με το φτυάρι …   Dictionary of Greek

  • φτυαριά — φτυαριά, η και φκιαριά, η 1. η ποσότητα που χωράει στο φτυάρι. 2. χτύπημα με φτυάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άμης — ἄμης ( ητος), ο (Α) είδος γαλατόπιτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι άγνωστης ετυμολογίας. Πιθ. να έχει κάποια σχέση με το ρ. ἀμῶμαι ( άομαι) «συγκεντρώνω, συγκομίζω» κατά το σχήμα πλανῶμαι πλάνης ή με το ουσ. ἄμη «φτυάρι, κουβάς» κατά το σχήμα γύμνης… …   Dictionary of Greek

  • άμμη — ἄμμη, η (Μ) φτυάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ἄμη. Η γραφή με δύο μ πιθ. να οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση τής λ. με λεξιλογικούς τύπους, όπως η ἄμμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”